διαδηλωτής

διαδηλωτής
ο (θηλ. διαδηλώτρια, η)
1. αυτός που παίρνει μέρος σε πολιτική κυρίως διαδήλωση
2. αυτός που διαδηλώνει έντονα τη γνώμη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Νικ. Κοντόπουλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”