- διαδηλωτής
- ο (θηλ. διαδηλώτρια, η)1. αυτός που παίρνει μέρος σε πολιτική κυρίως διαδήλωση2. αυτός που διαδηλώνει έντονα τη γνώμη του.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Νικ. Κοντόπουλου].
Dictionary of Greek. 2013.